Την είδε μια φορά καλά με τη ρουλέτα κι από τότε κόλλησε. Έπαιζε και πιο παλιά μα μόνο μικροποσά, έτσι για την πλάκα του. Εκείνη τη 10η Ιουλίου όμως, έκανε χοντρή μπάζα. Μάζευε βουνό τις μάρκες στην πλευρά του και η χαρά ανέβλυζε άφθονη μαζί με τον ιδρώτα απ’ τους πόρους του.
Εκείνη η 10η Ιουλίου, τι ευτυχισμένη μέρα… Την επόμενη είχε πάει σπίτι με τα δυο του χέρια γεμάτα ψώνια. Τρόφιμα, παιχνίδια για το μικρό και για τη Βάιολετ ένα όμορφο φόρεμα. Χρόνια είχε να της πάρει ένα δώρο.
Του άρπαξε τη σακούλα απ’ τα χέρια. Τα δάχτυλα της χάιδεψαν τη μεταξωτή υφή. Μετά το φόρεσε, κι εκείνος δε μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Τα κόκκινα μαλλιά της, το πράσινο ύφασμα. Έκανε σβούρες γύρω απ’ τον καθρέφτη και γελούσε δυνατά.
Χωρίς να το καταλάβει γέλαγε κι εκείνος. Ίσως να ‘ταν η πρώτη φορά που γέλαγε μέσα στο σπίτι, που δεν τον έπνιγαν οι τοίχοι, το άδειο ψυγείο, το βλέμμα όλο απαξίωση, οι υστερίες και οι τσακωμοί.
Από τότε ξεκίνησε να πηγαίνει κάθε μέρα στο καζίνο. Πότε του ‘βγαινε καλά, πότε όχι. Τις 3 Σεπτέμβρη ήρθε η μεγάλη χασούρα. Γύρω απ’ τη ρουλέτα τρία άτομα, εκείνος, ένας σκατόγερος που κάπνιζε πούρο και μια τύπισσα με ξανθό πλατινέ μαλλί και σκουλαρίκια δυο κόκκινα φτερά.
Είδε τα κέρδη του να χάνονται και να σωρεύονται στην άλλη μεριά του τραπεζιού. Η γκόμενα γέλαγε, το κραγιόν απ’ τα χείλια της είχε βάψει σ’ ένα σημείο τα δόντια της. Ο γέρος τράβηξε μια γερή ρουφηξιά απ’ το πούρο του κι εξέπνευσε.
Η τύχη του είχε κρατήσει όσο μια ανάσα. Ήρθε μια μέρα ξαφνικά και χάθηκε μέσα σε καπνούς και χρωματιστά φτερά.

Παντελίδη Κέλλυ