Όταν είσαι ένα γέρικο δέντρο έχεις ζήσει και δει πολλά, κακοκαιρίες με αέρηδες, που απειλούν να παρασύρουν όλα σου τα φύλλα, ηλιόλουστες μέρες που κάνουν το ποτάμι πλάι σου να στραφταλίζει, παιδιά που σκαρφαλώνουν στον κορμό και τα κλαδιά σου, λιβελούλες που γεννούν πάνω στα βότσαλα και την αγωνία των ζουζουνιών όταν πιάνονται στους ιστούς που είναι σκόρπιοι και καλοπλεγμένοι πάνω σου.
Για τον γεροπλάτανο, όλα αυτά ήταν σκηνές που επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά. Ήταν το πιο παλιό και μεγάλο δέντρο στην περιοχή. Ο κορμός του είχε παραμορφωθεί με τα χρόνια, μικρές και μεγάλες κουφάλες ήταν σκόρπιες εδώ κι εκεί, ενώ τα κλαδιά του απλώνονταν τριγύρω και κάποια μπλέκονταν μεταξύ τους.
Αν προσπαθούσε ο γεροπλάτανος να ανασύρει όλα όσα είχε ζήσει δε θα τα κατάφερνε. Πολλά τα χρόνια του, πολλές και οι αναμνήσεις. Υπήρχε όμως, κάτι που ποτέ του δε θα μπορούσε να ξεχάσει, κάτι που είχε ποτίσει το χώμα του με αίμα. Δεν τα θυμόταν όλα ξεκάθαρα, μια κατάσταση άλλωστε, χάνεται στην αδιαφορία, μέχρι να ξεχωρίσει εκείνη η στιγμή που έχει αρκετή σημασία, ώστε να χαραχτεί στη μνήμη σου μια για πάντα.
Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν είχαν έρθει. Ναι, αυτό μπορούσε να το θυμηθεί. Ήταν Ιούνιος και το νησί άδειο ακόμα, είχε μόνο τους κατοίκους και κάτι λιγοστούς φαντάρους. Το ζευγάρι είχε έρθει φορτωμένο μπαγάζια, ήταν και οι δυο ιδρωμένοι και κουρασμένοι απ’ το λιοπύρι και τον ποδαρόδρομο. Είχαν στήσει τη σκηνή τους ακριβώς κάτω από το πλατάνι. Ήταν ιδανική τοποθεσία, με σκιά και δροσερό νερό. Δε συγκράτησε πολλά από αυτά που έκαναν. Το κορίτσι όμως, του ‘χε μείνει αλησμόνητο, ταιριαστή στο μέρος λες κι είχε γεννηθεί εκεί. Άννα ήταν τ’ όνομα της, τ’ όνομα του αγοριού δεν το θυμόταν. Καλύτερα, δεν ήθελε να θυμάται πολλά από εκείνον. Την Άννα όμως, και να ‘θελε δε μπορούσε να την ξεχάσει.
Εκείνη την πρώτη μέρα, είχε βγάλει όλα τα ρούχα της και είχε πλησιάσει το ποτάμι. Στάθηκε στην άκρη του και άπλωσε το πόδι της διστακτικά. Τα δάχτυλά της άγγιξαν την επιφάνεια του νερού και αμέσως τραβήχτηκαν. Το κορμί της είχε ανατριχιάσει ολόκληρο. Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε. Αναδύθηκε με μια κραυγή. Το κρύο την είχε συνταράξει. Έπειτα, άρχισε να γελάει. Το γέλιο της αντήχησε στο φαράγγι. Γέλαγε και τον φώναζε. Του ζήταγε να πάει κοντά της, μα εκείνος δεν είχε κινήσει ούτε βήμα.
Η κατάρα των γέρων είναι η σοφία που τους γεννούν τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη τους, σοφία γι’ αυτά που πέρασαν και γι’ αυτά που δεν ήρθαν ακόμη. Ο πλάτανος ένιωσε ένα δυσάρεστο προαίσθημα εκείνη τη μέρα, ένα προαίσθημα που ήθελε να το διώξει, μια ανησυχία που τον έτρωγε, όπως ο σκόρος τρώει αργά το ξύλο.
Εκείνη τη μέρα τους άκουσε να καυγαδίζουν για πρώτη φορά. Η Άννα βγήκε από το νερό, έμοιαζε με γυμνή νύμφη του ποταμού. Αυτός μόνο τότε της μίλησε. «Βάλε κάτι πάνω σου. Θα σε δει κανένας». Δεν του ‘δωσε σημασία, έπιασε τα μαλλιά της και τα ‘στυψε. «Είπα ντύσου». Η Άννα έβαλε ξανά τα γέλια. «Τι ανησυχείς, μωρέ; Ποιός θα με δει σ’ αυτή την ερημιά;» Σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, εκείνος σηκώθηκε. Πήγε κοντά της και την άρπαξε από τα μαλλιά. Ο πλάτανος θυμόταν ότι την έβρισε και την έσυρε μέσα στη σκηνή. Δεν ήθελε να τους ακούει, δεν ήθελε να ξέρει τι της κάνει. Προσπάθησε να στρέψει την προσοχή του αλλού, εστίασε το νου στον ουρανό• οι ακτίνες του ήλιου, δυο σύννεφα που έσπαγαν το γαλάζιο, τα πουλιά που πετούσαν, η κίνησή τους. Δεν έφτανε• τους άκουγε ακόμα, φωνές, βρισιές, ουρλιαχτά. Άφησε τον ουρανό και προσπάθησε να κρυφτεί στον εαυτό του. Απομονώθηκε μέσα του, έδιωξε τους ήχους, το πετάρισμα των φύλλων, την αίσθηση του φωτός. Ήταν μόνο ξύλο, ξύλο συμπαγές και τίποτε άλλο. Εκεί υπήρχε ησυχία, ησυχία και σκοτάδι.
Δε μπορούσε να ξέρει πόσος χρόνος είχε περάσει, μπορεί να ήταν μερικές ώρες, μπορεί και μέρες. Ήταν το άγγιγμά της που τον ξύπνησε, ένα άγγιγμα που τον γέμισε απόγνωση. Επανήλθε στην πραγματικότητα απότομα, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Άνοιξε τους πόρους του και προσπάθησε να νιώσει. Ήταν βράδυ, τα φύλλα και τα κλαδιά του χτυπιόντουσαν με ορμή, φυσούσε.
Το αίσθημα απόγνωσης ξαναγύρισε. Η κοπέλα τον άγγιζε ξανά. Ένιωσε τα χέρια της να ψάχνουν τον κορμό του. Επικεντρώθηκε σ’ αυτήν. Η ανάσα της ζέσταινε το ξύλο του. Ανάσες γρήγορες και κοφτές, το κορμί της κολλημένο πάνω του, οι χτύποι της καρδιάς της δυνατοί. Τα χέρια της κινούνταν πάνω του, αναζητούσαν. Σε μια στιγμή σταμάτησαν• βρήκαν αυτό που έψαχναν, μια κουφάλα, τη γράπωσαν και το πόδι της πάτησε σ’ ένα εξόγκωμα του κορμού που βρισκόταν πιο κάτω. Τα χέρια σφίχτηκαν με δύναμη, το πόδι τεντώθηκε κι έδωσε ώθηση. Η κοπέλα άρχισε να ανεβαίνει, σκαρφάλωνε.
Τότε, ένα άλλο άγγιγμα γεμάτο οργή τον συντάραξε. Ήταν εκείνος. Έβριζε και φώναζε. «Θα σε σκοτώσω, μωρή, κατέβα κάτω». Η κοπέλα συνέχισε να σκαρφαλώνει μέχρι που έφτασε σ’ ένα πιο πλατύ σημείο. Το δέντρο ένιωσε όλο της το κορμί να τρέμει από τους δυνατούς παλμούς της. Εκείνος ψαχούλευε τον κορμό του, πάλευε να σκαρφαλώσει, μα έπεσε άγαρμπα στο έδαφος. Τον άκουσε να βλαστημάει και να προσπαθεί να σηκωθεί. Όταν τα κατάφερε, άρχισε να βαράει σα μανιακός μπουνιές στο ξύλο, λες και αυτό θα κουνούσε το πλατάνι και θα την έριχνε.
Η Άννα στο κλαδί, με τα πόδια της να κρέμονται, είχε αγκαλιάσει τον κορμό και ψιθύριζε «είναι εφιάλτης, είναι εφιάλτης…» Έπειτα όλα σταμάτησαν. Αυτός δεν έβγαζε άχνα κι εκείνη κρατούσε την ανάσα της. Έκλεισε τα μάτια της και σφίχτηκε πιο πολύ στο δέντρο. Αυτή τη στιγμή, την ελάχιστη στιγμή της σιωπής, ήταν λες κι όλα είχαν παγώσει, τα τζιτζίκια, η ροή του ποταμού, ακόμη κι ο αέρας είχε σιωπήσει. Ο μόνος θόρυβος, που ακουγόταν ήταν η καρδιά της.
Τότε, εκείνος μίλησε. Ο πλάτανος άκουσε τη φωνή του ήρεμη και χαμηλή. «Θα ανέβω και θα σε σκοτώσω». Η κοπέλα τινάχτηκε από τον τρόμο. Ύψωσε τα χέρια της κι άρχισε να πιάνει στα τυφλά τον κορμό του δέντρου στο ύψος που βρισκότανε. Ο πλάτανος την ένιωσε ν’ αναζητά αδέξια ένα ελπιδοφόρο κλαδί. Ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτε κοντά της που να μπορούσε να πιαστεί.
Πόσο θα ‘θελε να μπορούσε να τη βοηθήσει. Να χαμηλώσει τα κλαδιά του και να την ωθήσει ν’ ανέβει ακόμη πιο ψηλά, τόσο ώστε να μην ακούει τις φωνές του, τόσο ώστε να νιώθει ασφαλής. Αν είχε τη δύναμη, θα την έφτανε στο πιο ψηλό του σημείο, θα έπλεκε τα κλαδιά του σαν φωλιά και θα την κράταγε εκεί μέχρι να έφευγε εκείνος. Μα ο πλάτανος δε μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά.
Το κορίτσι γύρισε με αργές κινήσεις, έφερε την πλάτη της προς τον κορμό και σήκωσε τα πόδια στο κλαδί που καθόταν. Την ένιωσε να προσπαθεί να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί. Ήθελε να σκαρφαλώσει κι άλλο. Σταθεροποίησε την πλάτη της στο δέντρο κι έβαλε τα χέρια της στη βάση του κλαδιού. Λύγισε τα πόδια και τα έφερε κοντά της με τα πέλματα να εφάπτονται στο κλαδί. Έπειτα, έβαλε δύναμη και σηκώθηκε. Ήταν τόσο κολλημένη πάνω του, που η πλάτη της γδάρθηκε στην τραχιά επιφάνεια του ξύλου. Κατάφερε και ορθώθηκε, όμως δε μπορούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά έτσι όπως στεκόταν. Γύρισε αργά το ένα της πόδι, έπειτα το άλλο, κι ύστερα έστριψε το σώμα της αγκαλιάζοντας ξανά τον κορμό. Τον έβλεπε αντίκρυ της τώρα κι έτσι όρθια όπως στεκόταν, άπλωσε τα χέρια της για να βρει το κλαδί που δεν έφτανε πρωτύτερα. Το έπιασε, μα ήταν πολύ ψηλά για να μπορέσει ν’ ανέβει και δεν υπήρχε τίποτε για να στερεώσει το πόδι της.
Τότε, άκουσε κι εκείνον να σκαρφαλώνει στο δέντρο. Κι αυτή εκεί, τεντωμένη με το ένα χέρι στο ψηλό κλαδί και τα δυο της πόδια να προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο πλάτανος την ένιωσε να πανικοβάλλεται. Τα χέρια της γράπωσαν γερά το κλαδί, μα το ένα πόδι γλίστρησε, έπειτα και το δεύτερο. Για μια στιγμή, έμεινε μετέωρη, να κρέμεται από το κλαδί, μα δεν είχε δύναμη να κρατηθεί. Τ’ ασπρισμένα από την πίεση δάχτυλα αφέθηκαν το ένα μετά το άλλο κι εκείνη έπεσε.

Η υπόθεση δεν κίνησε το ενδιαφέρον των Αρχών. Ένα μεθυσμένο κορίτσι σκαρφάλωνε μέσα στο σκοτάδι κι έπεσε. Κατά την πτώση χτύπησε σε μια πέτρα και άνοιξε το κεφάλι της. Τίποτα το σπουδαίο, τίποτα το περίεργο. Ο νεαρός σύντροφός της, που έκλαιγε γοερά, δεν προκάλεσε καμιά υποψία. Άλλωστε όλα ήταν ξεκάθαρα, φονιάς ήταν ο πλάτανος. Απ’ τα δικά του κλαδιά έπεσε η κοπέλα, στις ρίζες του άφησε την τελευταία της πνοή.
Για πολύ καιρό το νησί συζητούσε το θανατικό. Οι μάνες δεν άφηναν τα παιδιά τους να σκαρφαλώνουν στα δέντρα και να πηγαίνουν στις βάθρες. Οι ντόπιοι απέφευγαν το φαράγγι του πλατάνου, που τον ονόμασαν Φονιά.
Τα χρόνια πέρασαν δύο, δέκα, τριάντα και παραπάνω. Ο θάνατος της Άννας ξεχάστηκε, μαζί του και ο πλάτανος. Το φαράγγι του είχε γίνει το πιο διάσημο του νησιού, το φαράγγι του «Φονιά». Κανείς δε θυμόταν γιατί τ’ ονόμαζαν έτσι. Κάποιοι έλεγαν πως αυτό το φαράγγι ήταν το πιο απόκρημνο του νησιού και πως πολλοί είχαν χαθεί ή πέσει καθώς σκαρφάλωναν σε αυτό, άλλοι έλεγαν πως ήταν η βάθρα του φαραγγιού η αιτία. Ήταν η πιο βαθιά που υπήρχε στο νησί. Πολλοί προσπάθησαν να φτάσουν μέχρι τον πυθμένα της, μα λίγοι αυτοί που κατάφεραν να βγουν στην επιφάνεια με μιαν ανάσα.
Ό, τι κι αν λεγόταν, ο γεροπλάτανος ήξερε καλά την αλήθεια, μα ποτέ δε μπόρεσε καταλάβει, γιατί έπρεπε να συμβούν όλα αυτά. Άλλωστε, δεν ήταν παρά ένα γέρικο δέντρο. Πώς να βρει εξήγηση για τα αισθήματα των ανθρώπων, για το μίσος και την οργή τους; Ό, τι κι αν οδήγησε στο θάνατο της Άννας, ο πλάτανος δε θα την ξέχναγε ποτέ. Το αίμα της είχε ποτίσει τις ρίζες του και το αίμα δεν ξεχνά.

Παντελίδη Κέλλυ