«Απώλεια φωτός»

κεφάλαιο Ι
Στέκεσαι εγκλωβισμένος εκεί. Σφιχτά δεμένος στα ξύλα της καρέκλας, κάπου στη μέση του δωματίου. Δωμάτιο είναι αυτό ή μπουντρούμι; Προσπαθείς για κάποιες μικρές κινήσεις στα χέρια, αλλά οι ιμάντες σε έχουν κάνει δικό τους. Είσαι ένα με την παγίδα του. Λίγο πιο πίσω ακούς βήματα και ανάσες. Δεν μπορείς να γυρίσεις το κεφάλι, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Αυτό το κολάρο είναι έτσι φτιαγμένο για να κοιτάς μόνο μπροστά• εκεί που δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Και τα μάτια σου; αφού το ξέρεις ότι μέχρι ένα σημείο γλιστράνε. Από όποια πλευρά κι αν τα ζορίσεις, δεν θα τον δεις. Κρύβεται πολύ καλύτερα πίσω σου.
«Μην βιάζεσαι να γνωριστούμε. Θέλω πρώτα να ξεκινήσουμε ένα παιχνίδι. Εγώ κι εσύ». Τον ακούς και απορίες απλώνονται μέσα στο μυαλό σου. Η φωνή του δεν θυμίζει απολύτως τίποτα.
«Λοιπόν, μια μόνο ερώτηση. Η ευκαιρία σου να φύγω, χωρίς να σ’ αγγίξω». Προκαλείς την ακοή σου, αλλά τίποτα γνώριμο δεν υπάρχει στη χροιά του. Τίποτα.
«Μια σωστή απάντηση από εσένα και είσαι ελεύθερος».
«Άντε γαμήσου ρε!» Μιλάς οργισμένα και οι φλέβες στο μέτωπό σου παραμορφώνονται.
«Γιατί βιάζεσαι; Ακόμα δεν ρώτησα τίποτα και εσύ απαντάς έτσι; στην τύχη;»
Με ειρωνεύεται, σκέφτεσαι ενδόμυχα. «Ρε καριόλη, λύσε με τώρα!»
Νιώθεις το κεφάλι σου να τραβιέται απότομα πίσω, μέχρι την άκρη απ’ το κολάρο. Παραλίγο να τσακιστεί ο σβέρκος σου από την ένταση. Σε έχει αρπάξει απ’ τα μαλλιά και έτσι άγαρμπα τεντώνει το λαιμό. Οι ανάσες σου για λίγο αλλάζουν, γίνονται πιο έντονες.
«Μη σπαταλάς τις ευκαιρίες», λέει σχεδόν δίπλα σου.
Το επόμενο που αισθάνεσαι είναι το κάψιμο στο λαιμό σου. Φωνάζεις μα τίποτα δεν αλλάζει. Προσπαθείς να αντιδράσεις, αλλά μάταια. Η τούφα που σε κρατάει αντέχει πολύ ακόμα. Κάπως έτσι η ανάσα της κραυγής σου εκπνέει και η οσμή διαχέεται παντού. Σε μυρίζεις. Καμένη σάρκα. Δική σου. Η πυρωμένη αίσθηση ξεκολλά απ’ το λαιμό, παραμορφώνοντας όλα τα νεκρά κύτταρα. Ανοιχτή πληγή.
«Δεν το ξεκίνησες καλά» και τα βήματά του χάνονται πίσω σου.

κεφάλαιο ΙΙ
Η πόρτα ανοίγει πάλι. Ο πόνος έχει πλέον μεταμορφωθεί σε έντονο μούδιασμα, καλύπτοντας ολόκληρο το πρόσωπό σου. Σίγουρα θέλεις κάτι ακόμα να του πεις. Απλά δεν τολμάς. Ας αρκεστείς στις απαντήσεις· στις σωστές απαντήσεις μήπως και γλιτώσεις. Η σκιά του πλησιάζει. Αισθάνεσαι την ανάσα ακριβώς πίσω σου. Εκεί που όλα είναι ακόμα πιο απειλητικά.
«Συνεχίζουμε;» σκορπίζει μέσα στο αυτί σου.
Δεν απαντάς, ούτε κάνεις κάποιο νεύμα. Το ξέρεις ότι όλο αυτό είναι απλά μονόδρομος. Ρητορικές φράσεις που σπέρνουν παντού ειρωνεία.
Με το βλέμμα θολό ξανακοιτάζεις το χώρο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εσύ όμως, ελπίζεις σε μια λύτρωση. Έστω και τυχαία. Έτσι είναι κάποιες φορές η ελπίδα.
«Μην σκέφτεσαι τίποτα», τον ακούς πάλι. «Θέλω μόνο να παίξουμε. Μια ερώτηση, μια απάντηση. Στην τύχη». Ακούγεται χαμογελαστός, με λέξεις σαν κάτι από ευχαρίστηση. Για εκείνον και μόνο.
Θέλεις να τον δεις. Γυρνάς το κεφάλι, αλλά μέχρι ένα όριο. Το κολάρο αντιστέκεται. Το καμένο σου σημάδι ζορίζεται, ανοίγοντας την πληγή. Προς στιγμή σιχαίνεσαι την αίσθηση. Η επόμενη σκέψη σε φέρνει πιο κοντά στην πραγματικότητα. Θέλεις να τον φτύσεις με αηδία, αλλά όχι. Θα ήταν κάτι σαν λάθος απάντηση. Εκείνος τραβιέται πίσω, επιδεικνύοντας το καινούργιο του παιχνίδι. Ακουμπά στο τρεμάμενο μάγουλό σου ένα σκουριασμένο τσιγκέλι και η ανάσα του μυρίζει προσμονή. Χωρίς να το ελέγχεις, δάκρυα στέκονται στην άκρη των βλεφάρων σου.
«Σκέψου καλύτερα την απάντηση. Μην κρεμαστείς απ’ τα λάθη σου».
Κλείνεις τα μάτια σπρώχνοντας τις σταγόνες στο πρόσωπό σου. Η ψυχή σου τρέμει. Ακόμα δεν έχει εξασθενίσει ο προηγούμενος πόνος και η πρόκληση είναι ανοιχτή. Σιχαμένη πρόκληση.
«Σε παρακαλώ», ψελλίζεις.
Δεν απαντά. Μόνο σέρνει την άκρη από το τσιγκέλι στα χείλη σου. Γεύεσαι τον πιθανό πόνο. Κάτι από το παγωμένο ατσάλι που με το πρώτο λάθος θα σε αρπάξει βίαια και μετά θα σε κρατήσει ψηλά, κρεμασμένο. Έτσι, χωρίς δόλωμα.
«Εσύ δεν μιλάς! Eγώ μόνο».
«Και γιατί εμένα;» ρωτάς.
Δεν απαντά, παρά μόνο με μια απότομη κίνηση ανάβει το φλόγιστρο. Όλα τριγύρω σου αλλάζουν χρώμα. Ακόμα και το σκουριασμένο μέταλλο που βυθίζεται στη φλόγα.

κεφάλαιο ΙΙΙ
Ο ήχος από το φλεγόμενο αέριο σε τρελαίνει. Τόσο κοντά, που πραγματικά νομίζεις ότι είναι ένα με την ανάσα σου. Ανοίγεις τα μάτια και το ατσάλινο τσιγκέλι είναι ήδη σε αποχρώσεις άλλες. Πιο έντονες, πιο πυρωμένες.
Δεν αντέχεις άλλο τη σιωπή. Αφήνεις τη λογική σου να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο. «Γιατί εμένα, πες μου;»
«Είπαμε. Εσύ δεν ρωτάς. Μόνο εγώ!» Ακούγεται οργισμένος. Όσο κι αν υπήρξες ειλικρινής με το ύφος σου, για ακόμα μια φορά κάνεις λάθος. Δεν έπρεπε να μιλήσεις. Πόσο μάλλον που τον ρώτησες κάτι.
Ο ήχος από το φλόγιστρο σβήνει. Μαζί και η ελπίδα σου.
«Και τώρα παίζουμε». Κάτι σαν να τρέχουν σάλια ακούγεται στην ομιλία του. «Επίλεξε χρώμα. Άσπρο ή μαύρο;»
Όλα είναι αλλιώς. Το ύφος, ο τόνος της φωνής του, ακόμα και οι ανυπόμονες σκέψεις. Δεν απαντάς. Θες χρόνο. Ίσως και να μην πρόσεξες τι ρώτησε. Σε αρπάζει απ’ το πιγούνι με δύναμη και πιέζει την κάτω γνάθο σου, ζορίζοντας ακόμα και τα σφραγίσματά της.
«Λέγε! Ποιο απ’ τα δύο;»
Γουρλώνεις τα μάτια και για πρώτη φορά τον αντικρίζεις. Σου έχει αποκαλυφθεί. Δεν ρωτάει, παρά μόνο ταρακουνά βίαια το κεφάλι σου. Ανάσες έντονες, διπλές, μα χωρίς ελπίδα.
«Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;»
Το νιώθεις ότι πρέπει να απαντήσεις. Να σκεφτείς και κάτι να πεις. Μια ερώτηση, μια απάντηση.
«Μαύρο;» εκπνέεις σχεδόν άηχα και με αγωνία περιμένεις.
«Στην τύχη το είπες;»
«Ίσως».
«Λάθος!» Κρατάει το κεφάλι σου σταθερό και με μια απότομη κίνηση πιέζει το πυρωμένο μέταλλο πάνω στο αριστερό σου βλέφαρο. Όλα σβήνουν. Ουρλιάζεις. Κι αυτός μαζί σου. Τόση ένταση, τόσος πόνος· μισή όραση. Γνωστή η μυρωδιά του καμένου.
«Λέγε, ποιο χρώμα επιλέγεις;»
Υποφέρεις τόσο που το μυαλό έχει θολώσει. Γουρλώνεις το άλλο σου μάτι. Το καλό. Αυτός εκεί, από πάνω σου. Σάλια τρέχουν απ’ τα χείλη του και αρρωστημένη μανία στο βλέμμα.
«Μαύρο, μαλάκα!»
«Αυτό δεν είναι χρώμα!» Ουρλιάζει και καρφώνει το ζεστό μέταλλο στο άλλο σου μάτι, το καλό. Το περιστρέφει άγαρμπα και το παρατά εκεί μέσα. Μαζί με τις κραυγές σου.
«Ατύχησες», σου μιλά.
«Το μαύρο δεν είναι χρώμα, αλλά απώλεια φωτός. Την βλέπεις;»

Γιώργος Σπυράκης