Ένα καταρρέον μυαλό – αφηγητής “θυμάται” καταιγιστικά, αυστηρά σε ένα λεπτό αφήγησης, αφού του υπολείπεται ακριβώς ένα λεπτό ζωής, τα ογδόντα έτη της ζωής του.

Τη φωνή της μητέρας μου να συνοδεύει τα πλήκτρα. Τον πατέρα να με συμβουλεύει.
Εκείνο το πρωινό στον ήλιο μετά την κηδεία, στα 15 μου και χωρίς οικογένεια πια.
Το σκασμένο λάστιχο στο μηχανάκι, επειδή της είχα πει ψέματα.
Τα πεινασμένα χνώτα μου στη τζαμαρία, τότε που η κοιλιά μου είχε πλάκα.
Κάτι απ’ την παρέα στη θάλασσα. Όταν υπήρχε παρέα. Όταν αρκούσε η θάλασσα.
Την πρώτη φορά που το σκοτάδι με κέρδισε.
Ένα μικρό σημάδι στην πλάτη μετά το χτύπημα. Δεν σηκώθηκα ποτέ.
Ένα μεγάλο σημάδι μέσα μου, στην απόλυτη ακινησία.
Τα πρώτα κλάματα στην ανηφόρα με το καροτσάκι.
Εκείνα τα άγνωστα χέρια που έτυχε να βοηθήσουν.
Γενέθλια, μόνος χωρίς κεράκια.
Μικρά χαμόγελα όταν ξεγελιόμουν, λανθάνοντας.
Τον σπασμένο καθρέφτη που ποτέ δεν άλλαξα.
Στιγμές που δεν άντεξα.
Κανένα ταξίδι.
Τους στοχασμούς που τελικά δεν έζησα.
Και ένα δάχτυλο στη σκανδάλη. Το δικό μου.
Να γεύομαι τα τελευταία δευτερόλεπτα.
Να μη θυμάμαι τίποτα.
Ακόμα ένα.
Κανένα.

Γιώργος Σπυράκης