Πάει ένας χρόνος που έφυγες και νιώθω ανάπηρη. Έχασα το δεκανίκι μου. Ήξερες πως μου ήσουν πολύτιμος. Εγώ το έμαθα σαν χάθηκες. Τουλάχιστον σε σεβάστηκε η αρρώστια. Δεν αλλοίωσε τη μορφή σου, τη φλόγα στα μάτια που σε διατηρούσε νέο. Έτσι θα σε κουβαλάω. Αυτό θα ήθελες και εσύ. Μόνο που τώρα θα είσαι μνήμη και όχι σύντροφη διαδρομή.
Είναι και που δεν πιστεύω στα θεοτικά για να αγκιστρωθώ από κάπου. Η πληγή θα κλείσει, αλλά θα αφήσει σημάδι. Αυτό που όταν κρυώνει ο καιρός πονά και δεν παλεύεται. Η απουσία που ήταν άλλοτε ζωή και που θα μιλάω για σένα στον παρατατικό.
Εκείνη τη μέρα στο νοσοκομείο σιγουρεύτηκα πως θα με άφηνες. Η σπίθα στο βλέμμα σου έλιωνε. Έκανε διαολεμένη ζέστη∙ οι τοίχοι είχαν ιδρώσει. Τα σεντόνια είχαν γίνει ένα μουσκεμένο κουβάρι. Σε έβλεπα να περνάς απέναντι. Με χαιρέτησες με ένα νεύμα αργόσυρτο. Σου χάιδεψα το μέτωπο με ένα φιλί. «Καλό ταξίδι μπαμπά».

Ντέμου Μαρία