Ήταν η πιο όμορφη σε όλο το τετράγωνο. Από τη μάνα μου πιο νέα. Πιο ψηλή. Πιο στρογγυλή. Πιο άσπρη. Δεν έκανε παιδιά και τότε ήταν μεγάλο στίγμα να είσαι στείρα. Ο άντρας της δεν την αγάπαγε. Γιατί αν την αγάπαγε δε θα τη φόρτωνε ξύλο κάθε που γύρναγε λιώμα απ’ την ταβέρνα. Εκείνη πάλι αγάπαγε τις μαργαρίτες. Κι εγώ αγάπαγα εκείνη. Έμενε στην άκρη του δρόμου. Στο τελευταίο χαμόσπιτο. Αν έκανες πως έστριβες τη γωνία έμπλεκες στην άλλη γειτονιά κι εκεί ήσουν ανεπιθύμητος. Οι ντόπιοι μας έπαιρναν στο κυνήγι με τις πέτρες. Τάχα οι Βουλγαροπρόσφυγες τους άρπαζαν τις δουλειές στα χωράφια. Τρεις σαρδέλες κι ένα ξεροκόμματο μεροκάματο. Σαράντα πέντε βαθμούς υπό σκιάν στο θεσσαλικό κάμπο. Αργότερα μας μάζεψαν όλους, όπως είχαμε σκορπίσει ο καθένας όπου έβρισκε και μας πήγαν στο Χατζηχαλάρ. Ένα λασποχώρι έξω απ’ τη Λάρισα. Μας έδωσαν και κλήρο. Μια σπιθαμή ξεχασμένο τόπο να τον ζωντανέψουμε μονάχοι μας. Και καθώς ήμασταν μαθημένοι στον πόνο και τη σκληρή δουλειά αργάσαμε τη γη με υπομονή και της δώσαμε ανάσα. Με τα χρόνια γίναμε νοικοκυραίοι. Και τα τρία αδέλφια, με μένα το μικρότερο. Κάναμε οικογένεια, παιδιά και γενικά φτιάξαμε καλή ζωή. Κάθε που θυμάμαι τα μυστικά χρόνια της νιότης η πρώτη μνήμη σκαλώνει πάντα σε εκείνη. Ραντίζεται με σπέρμα. Σπέρμα κι αλισίβα. Μυρίζει σκόνη και βρεγμένο χώμα. Από την τελευταία βροχή του Απρίλη. Κάπου στα δεκατρία μου. Φορτωμένος με τα λεκιασμένα, στο πρόσταγμα της μάνας. Ραιβός στον ώμο ο μάλλινος μπόγος με σπρώχνει στο κατώφλι της. Η εικόνα έχει χαράξει το μυαλό μου αναλλοίωτα. Ένα καθρεφτάκι στον τοίχο, γωνιά για ξύρισμα. Μια μπάντα με την παράσταση του εσταυρωμένου, για συγχώρεση. Ένα σιδερένιο κρεβάτι στην άκρη ξέστρωτο και μια κοπάνα με ασπρόρουχα πάνω στο τραπέζι. Όλος ο κόσμος εκείνη η κάμαρα. Η σχεδόν γυμνή. Μια μαργαρίτα περασμένη στα δόντια της και μια ζεστή ηλιαχτίδα να ορμά απ’ το ανοιχτό παράθυρο μέσα στα σταχτόνερα. Να αναδύεται και να γλιστρά στην ξεκούμπωτη ρόμπα κι από κει να χύνεται αχνίζοντας στο κοντοβράκι μου. Η καρδιά μου τινάχτηκε βίαια απ’ το στέρνο και για μια στιγμή σα να βούλιαξε μέσα στη μπουγάδα. Μετά με δυο απλωτές βγήκε πάλι στην επιφάνεια, αλλά με μια μαργαρίτα καρφωμένη πάνω της. Σαν τη μαργαρίτα μάδησες τ’ άγουρα πέταλα. Ρούφηξες κάθε χυμό μου και με εκαταμάδησες. Με περπάτησες σ’ όλο το δρόμο, από το αγόρι στον άντρα. Σα μεγαλώσω θα σκοτώσω τον πούστη που σε χτυπάει και θα σε γεμίσω μαργαρίτες. Τώρα σε απόσταση μετρώ τις στύσεις μου και σε ευλογώ.

Κυρίτση Λίλια