Διαλέγουμε τρεις φράσεις και κάνουμε μια παράγραφο για την καθεμιά, χωρίς να βάζουμε την ίδια τη φράση μέσα.
ΦΡΑΣΗ: ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΛΗ ΖΕΣΤΗ
Το λεωφορείο αργούσε κι εμείς καθόμασταν ορθοί μες στο λιοπύρι να μας ψήνει ο ήλιος. Και οι κωλόγριες άνετες. Καθιστές στον ίσκιο της στάσης να κουνάνε πέρα δώθε τις βεντάλιες και να συζητάνε για τη θερμοκρασία. Ευτυχώς που έχω απέναντι μου εσένα. Πριν λίγο έριξες νερό στο κεφάλι σου κι εγώ δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ’ τις σταγόνες που τρύπωναν στη σχισμή από τα στήθη σου. Τώρα ξεφυσάς, κάνεις αέρα μ’ ένα διαφημιστικό φυλλάδιο και μικρές τούφες μαλλιών απομακρύνονται από το στέρνο σου. Χωρίς να το θέλω ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου και δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως τελικά, ο καύσωνας έχει τα καλά του.
ΦΡΑΣΗ: Η ΚΑΡΕΚΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΒΟΛΗ
Δε μπορούσε με τίποτα να βολευτεί. Όποιος κι αν είχε διαλέξει αυτά τα καθίσματα για το αεροδρόμιο πρέπει να ήταν σαδιστής. Ο πισινός της δε χώραγε ολόκληρος στη θέση και δε μπορούσε να ξαπλώσει, μιας και στις ενώσεις των καθισμάτων υπήρχαν βάσεις για τα χέρια. Τι πιο φυσιολογικό! Διανυκτερεύεις σ’ ένα αεροδρόμιο και κάθεσαι ορθή γωνία, με τα χέρια στα χερούλια, μέχρι να ξημερώσει! Κοίταξε με ζήλεια τον τύπο μπροστά της. Κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στον υπνόσακό του. Το πρόσωπο του ήταν ήρεμο και τα μάγουλα του κόκκινα από τη ζέστη του σάκου. Ένιωσε τα νεύρα της να τσιτώνονται. Την επόμενη φορά θα έφερνε κι αυτή sleeping bag μαζί της.
ΦΡΑΣΗ: ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΥ ΚΡΥΟ
Η αρκούδα τουρτούρισε ελαφρά. Έξω η κακοκαιρία είχε φουντώσει και ο αέρας έφερνε νιφάδες χιονιού μέσα στη σπηλιά. Κοίταξε το αρσενικό παραδίπλα, κοιμόταν βαριά εδώ και μέρες. Έτσι ήταν όλα τ’ αρσενικά, σκέτα ζώα! Τίποτα δε χάλαγε τον ύπνο τους. Εκείνη όμως, κοιμόταν ελαφρά• το παραμικρό μπορούσε να την ξυπνήσει. Έτσι και τώρα, κάτι το σφύριγμα του ανέμου, κάτι η λιγούρα στο στομάχι και δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Πήγε προς την είσοδο της σπηλιάς, αλλά δεν κατάφερε να βγει πιο έξω. Η ανεμοθύελλα είχε θολώσει όλο το τοπίο. Ξαναγύρισε μέσα, κι αναστέναξε. Πολύ βαρετό να σε πιάνει αϋπνία κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Δεν έχεις ένα πλάσμα ν’ ανταλλάξεις δυο κουβέντες, όλοι έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη. Κοίταξε ξανά τ’ αρσενικό και το πλησίασε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να κοιμηθεί. Ξάπλωσε κολλητά δίπλα του κι έμπλεξε τα πόδια της στα δικά του. Λίγο η ανάσα του, λίγο ο χτύπος της καρδιάς του, ίσως να τη νανούριζαν.

Παντελίδη Κέλλυ